- ἱππολειχήν
- ἱππο-λειχήν, ῆνος, ὁ, a sort ofA moss used in farriery, Sch.Nic.Th.945.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππολειχήν — ἱππολειχήν, ῆνος, ὁ (Α) βότανο θεραπευτικό τών λειχήνων τών ίππων, το ιπποσέλινον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λειχήν] … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek